- μαγουλήθρα
- ηβλ. μαγουλάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαγουλήθρα — μαγουλήθρα, η και μαγουλάδα, η φλεγμονή και διόγκωση της παρωτίδας, παρωτίτιδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγουλάδα — η [μάγουλο] συν. στον πληθ. οι μαγουλάδες η νόσος παρωτίτιδα, αλλ. μαγουλήθρα … Dictionary of Greek
μαγουλάδα — η η μαγουλήθρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμαγούλα — η 1. πρήξιμο στο λαιμό και κοντά στο αυτί. 2. παρωτίτιδα, μαγουλήθρα, μαγουλίτσα, μαγουλάδα: Το παιδί έβγαλε παραμαγούλες και δεν πρέπει να πάει στο σχολείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρωτίτιδα — η (ιατρ.), πάθηση του σιελογόνου αδένα του έξω ακουστικού πόρου, αλλιώς παραμαγούλα, μαγουλήθρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)